πέτρα

πέτρα
-ας + N 1 13-30-31-26-7=107 Ex 17,6(bis); 33,21.22; Nm 20,8
rock Ex 17,6; hollow rock, cave 1 Sm 13,6; stone (as material) Is 5,28
*Jer 31(48),28 ἐν πέτραις στόματι βοθύνου in the caves at the mouth of a gorge corr.? ἐν τῷ πέραν στόματος βοθύνου for MT פי־פחת עברי/ב on the side of the mouth of a gorge; *Hab 2,1 πέτραν rock-צור for MT מצור rampart, wall (1QpHab 6,13 מצורי); *Ps 103(104),12 τῶν πετρῶν (among) the rocks-סעפים
סעיףI (cleft cpr. JgsB 15,8.11, Is 2,21, 57,5) for MTk עפאים or for MTq עפים (among) the branches; *Jb 22,24 ἐν πέτρᾳ on a rock-צר/ב for MT בצר ore, gold dust
Cf. CARAGOUNIS 1990 9-16.26-30; WALTERS 1973 71(Jer 31(48),28); →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέτρα — πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc/acc dual πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτρα — Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc/acc dual Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πέτρᾳ — πέτραι , πέτρα rock fem nom/voc pl πέτρᾱͅ , πέτρα rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — η 1. λίθος, λιθάρι. 2. κάτι πολύ σκληρό: Το ψωμί ψήθηκε πολύ κι έγινε πέτρα. – Το χωράφι έγινε πέτρα από την ξηρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέτρα — Sp Petrà Ap Πέτρα/Petra L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πέτρᾳ — Πέτραι , Πέτρη rock fem nom/voc pl Πέτρᾱͅ , Πέτρη rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρά — πετράς fourth day fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαύρη Πέτρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Πέτρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 105 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχελώου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”